του Τόλιου Άρη,
υποψήφιου περιφερειακού συμβούλου Αττικής στον Κεντρικό Τομέα.
Όσοι και όσες παρακολούθησαν την κοινοβουλευτική διαδικασία των τελευταίων ημερών, είχαν δύο επιλογές: ή να πάρουν χάπια ή να συντονιστούν στους δεύτερους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ ανάμεσα σε Λίβερπουλ – Μπαρτσελόνα και Άγιαξ – Τότεναμ.
Η δεύτερη επιλογή ήταν ομολογουμένως μια λύτρωση, γιατί πάντα το καλό, ποιοτικό, ουσιώδες και εγκεφαλικό θέαμα που προσφέρει συγκινήσεις είναι καλύτερο από την απαράδεκτη μπάλα που καταχρηστικά λαμβάνει χώρα στο ελληνικό Κοινοβούλιο – αντί για το πιο αντίστοιχο Δελφινάριο, για παράδειγμα – τα τελευταία χρόνια. «Πάτος», «ναδίρ», «άβυσσος» είναι λέξεις φτωχές για να περιγράψουν την συζήτηση που διεξήχθη ανάμεσα σε Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκο Μητσοτάκη.
Κι αν οι φίλαθλοι είχαν επιλογή να εξιλεωθούν ως άνθρωποι μέσω του ποδοσφαίρου, όσοι το έχουν στα γούστα τους, πραγματικά βασανίστηκαν.
Δύο αρνητικά ρεύματα, όσοι δεν θέλουν να δουν κι άλλο Μητσοτάκη πρόεδρο της κυβέρνησης (και τον Άδωνι Γεωργιάδη αντιπρόεδρο) και όσοι θεωρούν τον Τσίπρα τον πιο αναξιόπιστο και αριβίστα πολιτικό εδώ και δεκαετίες, συναντήθηκαν. Απαξίωσαν τον αντίπαλο χωρίς επιχειρήματα, απαξίωσαν το κοινοβούλιο, απαξίωσαν την πολιτική στο σύνολο της. «Ελικόπτερα», «κότερα», «Βέμπερ», «Γουαϊδό», «Χριστοφοράκος», «Πετσίτης», «παιδεραστίες», «Κόκκαλης», «Μαρινάκης», «ΟΠΑΠ», «Αλαφούζος», «Πολάκης», «δουλίτσες με τη Χούντα», «Στέφανος Χίος» και τα μυαλά στα κάγκελα. Δεν τα επινοούμε. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν. Στο άλυτο πρόβλημα που τυραννά τον ανθρώπινο νου «πως να απαντήσεις στο χαμηλό επίπεδο, όταν ο άλλος είναι έμπειρος σε αυτό», αμφότεροι απαντούσαν: «απαντάμε σε χαμηλότερο επίπεδο». Για τα δε νοηματικά άλματα, δεν το συζητάμε, θα τα ζήλευε και επικοντιστής.
Η παραπάνω κριτική, για να είμαστε σαφείς, δεν γίνεται αφ’ υψηλού, ούτε εν ονόματι μιας κάποιας πολιτικής ευπρέπειας και καθωσπρεπισμού. Η πληρότητα επιχειρημάτων, ο πολιτικός λόγος, η επιχειρηματολογία δεν αναπληρώνονται με τίποτα – αλλά μπορούν να αντικαθίστανται με χαρακτηρισμούς και πόλωση. Αρκεί να υπάρχει η πρόθεση και η ανάγκη. Και αυτές υπάρχουν σε περίσσευμα, στην Ελλάδα του 2019 που συνεχίζει και ζει μια τεράστια αντίφαση: οι αποφάσεις είναι κοινώς αποδεκτό ότι αλλού λαμβάνονται (άρα, η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ δύο δεν έχει νόημα), την ίδια ώρα που στο εσωτερικό της χώρας, όπως παντού, συγκρούονται εντός πλαισίου πολιτικά και οικονομικά μπλοκ. Όταν δεν έχεις κάτι να τσακωθείς, αλλά πρέπει, τότε το επινοείς.
Ας ξεκινήσουμε από τα πολιτικά μπλοκ. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί αποφασιστικά να λεηλατήσει τον χώρο του Κέντρου, το οποίο συνεχίζει και παραμένει ανθεκτικό, παρότι κατακερματισμένο σε διάφορους σχηματισμούς, ρίχνοντας μέσω προσώπων διαρκώς γέφυρες σε χώρους που αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι», «κεντροαριστεροί», «κεντροδεξιοί». Σαφέστατα προσπαθεί να αποκόψει από αυτόν το ΚΙΝ.ΑΛ. άλλοτε ως ανίκανο ανάχωμα στην «ακροδεξιά» ΝΔ, άλλοτε ως «δεκανίκι» της τελευταίας και άλλοτε αναδεικνύοντας το ως λιγότερο προνομιακό συνομιλητή με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές σε σχέση με τον ίδιο. Φυσικά, το Κέντρο είναι χώρος που κατεξοχήν οξυγονώνεται από τους χαρισματικούς ηγέτες και την ευλαβική πίστη στην δημοκρατία με θεσμικούς αντιπροσωπευτικούς όρους. Όταν κάτι από τα δύο κλονίζεται, έχει πρόβλημα και συρρικνώνεται – όπως και συμβαίνει πανευρωπαϊκά, σε σχέση με το παρελθόν του. Παράλληλα, το βαραίνει ιστορικά η διαχείριση της κρίσης χρέους την τελευταία δεκαετία και η μετατροπή της ΕΕ από καπιταλιστική ένωση με δημοκρατικό έλλειμμα σε αυταρχική πολιτική ολοκλήρωση. Το Κέντρο, λοιπόν, είναι «ακραίο κέντρο», για να δανειστούμε τον όρο του Ταρίκ Αλί. Είναι νεοφιλελεύθερο κέντρο. Και το ίδιο η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Η Νέα Δημοκρατία, από την άλλη, προσπαθεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη της σε μια συνθήκη που η δογματική προσήλωση στον νεοφιλελευθερισμό είναι μόνο ένα σκέλος της πολιτικής της κατεύθυνσης και σε αυτήν υπάρχουν εξίσου «καλοί μαθητές». Η στροφή προς την ακροδεξιά δεν έχει να κάνει μόνο με την υπενοικίαση του κόμματος στον Κυριακό Μητσοτάκη από την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ που ελέγχει τον κομματικό μηχανισμό. Έχει να κάνει με την ανάπτυξη φυγόκεντρων, ευρωσκεπτικιστικών τάσεων σε όλη την ΕΕ, οι οποίες όλο και διογκώνονται. Κατ’ αντιστοιχία, στην Συμφωνία των Πρεσπών, η ΝΔ δεν επέλεξε να συρθεί πίσω από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια επειδή αυτή τη στιγμή «κουμάντο κάνει ο Σαμαράς» ούτε μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους. Το έκανε, επειδή αυτή τη στιγμή, ένα ζωντανό και πολύ δυναμικό τμήμα της ελληνικής, αλλά και των ευρωπαϊκών κοινωνιών κάνει δεξιά στροφή απέναντι στην υπερεθνική ολοκλήρωση. Και ειδικότερα στην Ελλάδα, η φασιστική Χρυσή Αυγή, παραεκκλησιαστικοί και παραστρατιωτικοί κύκλοι σχηματοποίησαν για λογαριασμό ενός ισχυρότερου πολιτικού «παίκτη» μια δεξαμενή συνεπών ψηφοφόρων, στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί ευθέως αντί να ψάχνει να βρει που είναι κρυμμένοι και σκορπισμένοι. Το μόνο που έχει να κάνει η ΝΔ είναι να βρει τα σωστά «κουμπιά» για να πατήσει, ώστε να συσπειρώσει το χώρο της συντηρητικής, μεταιχμιακά αντιδημοκρατικής Δεξιάς, που στην Ελλάδα έχει βαθύτατες ρίζες από τον 19ο αιώνα.
Ως προς τα οικονομικά μπλοκ, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα επίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τη Νέα Δημοκρατία ότι εκπροσωπεί το μεγάλο κεφάλαιο στη χώρα και το μεγάλο κεφάλαιο ότι του επιτίθεται ανελέητα. Βεβαίως, τίποτα δεν είναι μακρύτερα από την αλήθεια. Η κυβέρνηση έχει κατά καιρούς μέσα σε αυτά τα λίγα χρόνια εξυπηρετήσει τεράστια συμφέροντα και έχει οικοδομήσει κατάλληλες συμμαχίες. Ενδεικτικά: Λάτσης, Λασκαρίδης, Κόκκαλης, Βαρδινογιάννης, Μελισσανίδης, Σαββίδης, Μάρης, Μπόμπολας, Κοπελούζος, Μυτιληναίος.
Οι σχέσεις αυτές έχουν επανατυπωθεί επανειλημμένα μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, της αδειοδότησης των τηλεοπτικών αδειών, της συμφωνίας των Πρεσπών, των φωτογραφικών κανονιστικών ή νομοθετικών πράξεων, κτλ. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως οι παραπάνω επιχειρηματικοί όμιλοι είναι κομματικά μέλη – αντιθέτως, είναι υπερκομματικοί παράγοντες που συμμαχούν είτε με στρατηγικό βάθος είτε απλώς με την εκάστοτε κυβέρνηση είτε επιλέγουν στρατόπεδο βάσει συμφερόντων και αντιτιθέμενων σε αυτά. Δεν χωράει καμία αμφιβολία, ωστόσο, πως η κυβέρνηση δεν συγκρούεται με το κεφάλαιο, αλλά με μέρος του, ενδεχομένως ούτε καν πλειοψηφικό.
Από την άλλη, οι σχέσεις της Νέας Δημοκρατίας είναι γνωστές, όπως αυτές έχουν επιβεβαιωθεί σε βάθος ετών ή δεκαετιών. Μπορεί ο Μαρινάκης να είναι ο πλέον επιφανής αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και ο Αλαφούζος, αλλά στην πραγματικότητα είναι οι «μπροστινοί» των επιχειρηματικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Δεν έχει νόημα να παραθέσουμε ονόματα, εξάλλου η ΝΔ ποτέ δεν έκρυψε την προνομιακή της σχέση με το μεγάλο κεφάλαιο. Ας τους κατατάξουμε περίπου ως «όλοι οι υπόλοιποι» και να προχωρήσουμε.
Αυτό που έχει σημασία να σταθούμε, ωστόσο, είναι η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα εμπλοκή εκπροσώπων του εγχώριου κεφαλαίου στα πολιτικά δρώμενα αυτοπροσώπως. Οι υποψηφιότητες των Πέτρου Κόκκαλη και Βαγγέλη Μαρινάκη έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς τραβούν στο δρόμο που χάραξαν στο παρελθόν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο Ντόναλντ Τραμπ ή στην γνωστή παραφθορά του Σαρλ Ντε Γκωλ «η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτούμε στους πολιτικούς». Έτσι, όλο και περισσότερο ο Τσίπρας προσχωρεί στην παράταξη Κόκκαλη και ο Μητσοτάκης στην παράταξη Μαρινάκη παρά το αντίθετο.
Επειδή όμως οι εκλογές αυτά είναι σχέδια λίγων, χρειάζονται και τα κοινωνικά μπλοκ. Αυτά είναι που κινητοποιούνται στις εκλογές για λογαριασμό της κοινωνικής μειοψηφίας που ονομάζεται «πολιτικές και οικονομικές ελίτ». Πάλι εδώ βλέπουμε δύο στρατηγικές.
Για τη ΝΔ, τα πράγματα είναι σαφή: μείωση των φόρων, μείωση των εισφορών, μείωση του Δημοσίου, περαιτέρω απορρύθμιση της όποιας εργατικής νομοθεσίας απέμεινε, καθώς και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δημόσιας υγείας και δημόσιας παιδείας. Πρόκειται για μιας παλαιάς κοπής νεοφιλελεύθερη επίθεση, η οποία θα επιδιώκει σε μόνιμη βάση να κρατά ικανοποιημένο, την ώρα που η συνοχή στο σώμα των ψηφοφόρων θα επιδιώκεται να διατηρείται μέσω ενός δόγματος «νόμου και τάξης» από τη μία και πατριδοκαπηλίας από την άλλη. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά ως πρωθυπουργού, ανοίγουν το δρόμο για έναν νέο κύκλο πολιτικής κρίσης στα επόμενα χρόνια. Οι δηλώσεις του δε για την εργασία επτά ημερών την εβδομάδα δείχνουν έναν άνθρωπο, ίσως τόσο επηρμένο από την παράσταση εκλογικής νίκης που θεωρεί ότι μπορεί να λέει οτιδήποτε, αλλά σε κάθε περίπτωση, τον επόμενο «αδύναμο κρίκο» στην αλυσίδα των ηγετών κρατών της ευρωζώνης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, προσπαθεί να συζεύξει δύο κοινωνικοταξικές κατηγορίες: πρώτον, την μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου με την οποία έχει οικοδομήσει συμμαχίες στρατηγικές ή συγκυριακές (κυρίως, στον χώρο των κατασκευών, της ενέργειας, του τουρισμού, του εμπορίου και των ΜΜΕ) και δεύτερον, τις τάξεις των νέων και νέων εργαζόμενων – πρακτικά μιλώντας, όσους είδαν το εργασιακό τους μέλλον να καταστρέφεται από τις εξελίξεις του μνημονίου ΙΙ.
Σε καμία περίπτωση, δεν θα σταθούμε στο αν ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί φιλεργατική πολιτική, καθώς η υποκρισία που συνόδευε την άρση του υποκατώτατου μισθού, την αύξηση του κατώτατου και την παροχή που βαφτίστηκε «13η σύνταξη» δεν είναι της παρούσης. Το πρόβλημα σε αυτό το επιχειρούμενο σχήμα είναι πολλαπλό. Αφ’ ενός, η πολιτική της «ανάπτυξης» διενεργείται αποκλειστικά και μόνο μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, της πολύμορφης στεγαστικής κρίσης και της απελευθέρωσης κρίσιμων παραγωγικών κλάδων (βλ. ηλεκτρισμός) αφ’ ετέρου, οι όποιες παρεμβάσεις στο επίπεδο της εργασίας είναι πλήρως αποσυνδεδεμένες από την παραγωγή. Οι δείκτες της ανάπτυξης ή της ανεργίας στην πραγματικότητα καθορίζονται από ζοφερές πραγματικότητες, όπως το brain drain, οι ελαστικές σχέσεις απασχόλησης, η αντικατάσταση της μισθωτής εργασίας από ελεύθερα επαγγέλματα, κτλ. Όσο εκλείπει ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού, τότε τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα για τους νέους: είτε η επιλογή της μετανάστευσης χωρίς κανέναν λόγο επιστροφής είτε η «βουτιά στο άπειρο» που ονομάζεται «επιχειρηματικότητα» (νεοφυής, συνεταιριστική, αλλά επιδοτούμενη σε κάθε περίπτωση) είτε ένα μείγμα ανεργίας, επιδομάτων, παροχών, μαύρης εργασίας, συμβάσεων ορισμένου χρόνου (ειδικά στον τομέα των κοινωνικών – προνοιακών δομών) και σεζόν το καλοκαίρι.
Πολύ συνοπτικά, λοιπόν, το πρόβλημα της ΝΔ είναι ότι δίνει στους πλούσιους τα πάντα και ταΐζει φτηνό πατριωτισμό και πάμφθηνο φόβο σε όλους τους υπόλοιπους. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι κάνει οικονομία μιας μικρής εξαρτημένης χώρας της ευρωζώνης, χωρίς χρηματοδοτικά ή στρατηγικά εργαλεία (πως μπορείς έτσι να κάνεις παραγωγική ανασυγκρότηση ή εθνική πολιτική στην ενέργεια, στις μεταφορές, στη ναυτιλία, στον τουρισμό, κτλ;).
Είναι τραγικό μετά από τόσους αγώνες και δοκιμασίες, ο ελληνικός λαός να πιέζεται να πολωθεί πάνω στον Πολάκη, στους πατεράδες των πολιτικών αρχηγών, στα ψέματα, στην τρομοκρατία, στη συκοφάντηση, στον λαϊκισμό και ο τόσος θόρυβος να μην επιτρέπει στο νου να ηρεμήσει για να σκεφτεί ότι όλα αυτά γίνονται για να επιλέξει μία από τις παρακάτω δύο επιλογές: ή αδιέξοδη παρατεταμένη μιζέρια και ανακύκλωση της φτώχειας με κροκοδείλια δάκρυα για τον «αναπόφευκτο» νεοφιλελευθερισμό ή ακραίος νεοφιλελευθερισμός με τεράστια προθυμία και επερχόμενη πολιτική κρίση.
Ε, κάπου εδώ, ξεκινάς και κοιτάς τις άλλες επιλογές. Αλλά αυτό είναι θέμα του επόμενου άρθρου.
ΥΓ: οι ελεεινές χυδαιότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη και ειδικά του Μανώλη Κεφαλογιάννη προς τον πατέρα του Αλέξη Τσίπρα σε καμία περίπτωση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απόδειξη πως όταν ο πολιτικός διάλογος παρακμάζει στα επίπεδα που απολαύσαμε (;) τις τελευταίες μέρες, τίποτα δεν είναι έξω από το τραπέζι. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οικογενειακή ευθύνη δεν υπάρχει ούτε νομικά ούτε πολιτικά και σίγουρα δεν είναι αυτό το πρόβλημα με τον Αλέξη Τσίπρα. Για να επιστρέψουμε στην αρχή, αν κάποιος έχει κάτι άλλο να πει πολιτικά, κάνει πολιτική μάχη. Αν όχι, κάνει όλα τα άλλα. Και αντί να επιχαίρονται στον ΣΥΡΙΖΑ για την αθλιότητα και ανικανότητα της Νέας Δημοκρατίας, ακόμα και για αντιπολίτευση, θα έπρεπε να προβληματίζονται αν διαφοροποιούνται, όχι στην αθλιότητα και στην ανικανότητα, αλλά στην πολιτική πρόταση. Παράλληλα, μπορούν να ξεκινήσουν να προβληματίζονται γιατί θα χάσουν τις μεγαλύτερες Περιφέρειες και Δήμους της χώρας στις εκλογές. Κάτι λάθος κάνουν.
ΥΓ2: ακούγοντας ραδιόφωνο τις τελευταίες μέρες, συνειδητοποιείς πως ξαναζούμε το τέλος της δεκαετίας του ’90. Λαϊκισμός, εκσυγχρονισμός, βεβιασμένη αναβίωση του ευρωπαϊσμού, κλιμάκωση στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ακόμα και το όνομα του Κώστα Πάσσαρη ακούστηκε απέξω – απέξω. Πριν προλάβει όμως να σας πιάσει η μελαγχολία, επιτρέψτε στον εαυτό σας να ανακουφιστεί με μια αναλογία. Αν η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα ή τραγωδία, αν ο πολιτικός χρόνος έχει μικρύνει τόσο, αν ολόκληρες δεκαετίες συμπυκνώνονται σε τριετίες ή τετραετίες, αν το 2015 θυμίζει πολύ τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και αν ζούμε μια αναβίωση του τέλους εκείνης της δεκαετίας, τότε στα επόμενα χρόνια (3-4 ίσως), το πολιτικό σύστημα εκπροσώπησης της Ελλάδας θα βρεθεί ξανά μπροστά σε κρίση. Το μέλλον δεν αργεί και τόσο.
*αναδημοσίευση από την iskra
**Ο Άρης Τόλιος είναι υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος Αττικής (Κεντρικός Τομέας) με το ψηφοδέλτιο «ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΑΤΤΙΚΗ» (υποψήφια Περιφερειάρχης: Μαριάνα Τσίχλη)